- παρέτρεσαν
- παρατρέωstart aside from fearaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατρέω — Α (επικ. τ.) 1. παρεκκλίνω από φόβο, τρομάζω και φεύγω, παραμερίζω φοβισμένος 2. (για άλογα) ξυπάζομαι, τρομάζω και πηδώ πλάγια («παρέτρεσαν δὲ οἱ ἵπποι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρέω «τρέμω, τρομάζω»] … Dictionary of Greek